- φορεῖ
- φορέωrepeatedpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)φορέωrepeatedpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)φορεύςbearermasc dat sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φόρει — φορέω repeated pres imperat act 2nd sg (attic epic) φορέω repeated imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορείοις — φορεί̱οις , φορεῖον litter neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορείου — φορεί̱ου , φορεῖον litter neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορείωι — φορεί̱ῳ , φορεῖον litter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορείων — φορεί̱ων , φορεῖον litter neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορείῳ — φορεί̱ῳ , φορεῖον litter neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SACCUS — Hebraei sermonis dictio, Latinis quoque cum Graecis communis, varia significat. Pro marsupio, loculis, crumena, repositorio et reconditorio nummorum passim occurrit, qpud Iurisconsultos. Sic Horat. Serm. l. 2. Sat. 3. v. 148. Mensam poni iubet… … Hofmann J. Lexicon universale
τορκουάτος — ὁ, Μ ο στρεπτοφόρος, αυτός που φορεί περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. torquatus «αυτός που φορεί στρεπτό περιδέραιο» (< λατ. torqueo «στρέφω»)] … Dictionary of Greek
φορώ — (I) φορῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ. β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ.… … Dictionary of Greek
χρυσοφορία — ἡ, Α [χρυσοφόρος] 1. το να φορεί κανείς χρυσά κοσμήματα ή χρυσοκέντητη στολή 2. το δικαίωμα αξιωματούχου να φορεί χρυσά κοσμήματα και, κυρίως, χρυσό δαχτυλίδι … Dictionary of Greek